Από το Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τεύχος 5ον 2023.
Όταν ο Χριστός ρωτήθηκε αν επιτρέπεται να χωρίσει κανείς τη γυναῖκα του γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο, ἐκεῖνος ἀπάντησε ἀρνητικά, διευκρινίζοντας ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἐπιτρεπτό μόνο σέ περίπτωση διάπραξης μοιχείας.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπονομιμοποίησε καί ὑπονόμευσε τή δυνατότητα αὐθαίρετης ἐκδίωξης τῶν γυναικῶν ἀπό τούς ἄνδρες τους. Γιά νά ἐξηγήσει τή σχετική διδασκαλία του παρέπεμψε στο δεύτερο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης'.
Στή Γένεση ἀπαντοῦν δύο συμπληρωματικές διηγήσεις γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, «ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς»². Ὁ στίχος αὐτός καταδεικνύει ὅτι ἄνδρας καί γυναῖκα εἶναι ἐξίσου ἄνθρωποι πού δημιουργήθηκαν κατ' εἰκόνα Θεοῦ. Ἡ ἰσότητα μεταξύ των δύο ἀποτυπώνεται καί στή δεύτερη διήγηση.
Ὅπως διαβάζουμε σχετικά, «εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν»³. Ἐνῶ μέχρι τώρα ὁ Θεός εἶχε χαρακτηρίσει τά πάντα «καλὰ λίαν», τώρα, γιά πρώτη φορά, ἐπισημαίνει ὅτι κάτι δέν εἶναι καλό, δηλαδή τό νά εἶναι ὁ ἄνδρας μόνος του. Γι' αὐτό θά δημιουργήσει τή γυναῖκα, ἡ ὁποία θά εἶναι ὅμοια καί ἰσότιμη μέ ἐκεῖνον.
Ἐν προκειμένω, ἡ λέξη «βοηθός» δέν ὑπαινίσσεται κατωτερότητα, ἄς ἀναλογιστοῦμε ὅτι συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς βοηθός τοῦ ἀνθρώπου χαρακτηρίζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Οὔτε τό γεγονός ὅτι ἡ γυναῖκα δημιουργεῖται μετά τόν ἄνδρα ἀντανακλᾶ τήν ὑποτιθέμενη κατωτερότητά της, ἐφ᾿ ὅσον ἄλλωστε στήν ἀφήγηση τῆς Γένεσης ὅ,τι δημιουργεῖται μεταγενέστερα εἶναι πιὸ ἐξελιγμένο.
Ἡ ἰσότητα ἄνδρα καί γυναίκας ὑποδηλώνεται, μεταξύ ἄλλων, ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ Εὔα δημιουργεῖται ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ. Σύμφωνα μέ τόν σχετικό σχολιασμό τοῦ Matthew Henry, ἡ γυναῖκα «δέν δημιουργήθηκε ἀπό τό κεφάλι τοῦ Ἀδάμ, ὥστε νά τόν ὑπερβαίνει, οὔτε ἀπό τά πόδια του γιά νά τήν ποδοπατᾶ, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά του, ὥστε νά εἶναι ἴση μ᾿ ἐκεῖνον, κάτω ἀπό τό χέρι του γιά νά τήν προστατεύει καί κοντά στην καρδιά του γιά νά τήν ἀγαπᾶ». Ἡ ἀναφώνηση τοῦ Ἀδάμ «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» ὑπογραμμίζει περαιτέρω τή θεμελιώδη ἰσό- τητα μεταξύ ἄνδρα καί γυναίκας.
Ἡ ἰσοτιμία ἄνδρα καί γυναίκας πού ἐκφράζεται στή Γένεση ἀλλά καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς γυναίκας ἀπό τήν ἄδικη συμπεριφορά τῶν ἀνδρῶν πού ἐκφράζεται στά προαναφερθέντα λόγια τοῦ Χριστοῦ διαπνέουν τήν Καινή Διαθήκη στο σύνολό της. Δέν εἶναι λοιπόν περίεργο πού ἡ χριστιανική Ἐκκλησία στούς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορικῆς της ζωῆς διέφερε ριζικά ἀπό τό περιβάλλον της ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τῶν γυναικῶν.
Στόν ρωμαϊκό κόσμο ἡ ἀναλογία ἀνδρῶν καί γυναικῶν ἦταν 131 πρός 100 στή Ρώμη καί 140 πρός 100 στήν Ἰταλία, τή Μικρά Ἀσία καί ἄλλες περιοχές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ὑπέρμετρη ἀριθμητική ὑπεροχή τῶν ἀνδρῶν ὀφειλόταν στήν εὐρέως διαδεδομένη θανάτωση νεογέννητων κοριτσιῶν ἀλλά καί στίς ἐκτρώσεις πού οἱ ἄνδρες συχνά ἐπέβαλαν στίς συζύγους τους καί οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα σέ ἀρκετές περιπτώσεις τόν θάνατό τους.
Πέραν αὐτοῦ, ὁ ἄνδρας εἶχε ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου πάνω στήν οἰκογένειά του. Τέλος, σύμφωνα μέ τή σεξουαλική ἠθική τῆς ἐποχῆς, ὁ ἄνδρας μποροῦσε νά διατηρεῖ ἐξωσυζυγικές ἐρωτικές σχέσεις, πράγμα, ὡστόσο, πού θεωροῦνταν ἀδιανόητο γιά τήν γυναῖκα. Ἀντιθέτως, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔκτρωση καί ἡ παιδοκτονία θεωροῦνταν ἐντελῶς ἀνεπίτρεπτες, ὅπως ἐπίσης καί ἡ συζυγική ἀπιστία γιά ἀμφότερα τά φῦλα. Τά ποσοστά τῶν χριστιανῶν γυναικῶν πού παντρεύονταν σε ιδιαίτερα μικρή ἡλικία (κάτω των δεκατεσσάρων ἐτῶν) ἦταν πολύ μικρότερα σε σχέση μέ ἐκεῖνα τῶν ἐθνικῶν. Ἡ δυνατότητα τοῦ ἄνδρα νά ἐκδιώξει τή σύζυγό του ἐξέλιπε, λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπαγόρευσης τοῦ διαζυγίου. Ἐπιπλέον, σέ περίπτωση χηρείας, ἐνῶ οἱ ἐθνικές γυναῖκες ἀντιμετώπιζαν τεράστια πίεση νά ξαναπαντρευτοῦν, οἱ χριστιανές χῆρες ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερη ἐκκλησιαστική τιμή.
Τέλος, ἡ αἱμομιξία καί ἡ πολυγαμία ἀποκλείονταν. Τά παραπάνω εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα ὁ χριστιανισμός νά εἶναι ἰδιαίτερα ἑλκυστικός γιά τίς γυναῖκες, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀριθμητικά δυσανάλογα μεγάλη παρουσία τους ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα πού ἐπέφερε τήν περαιτέρω ἐνίσχυση τῆς θέσης τους. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, τό "δικαίωμα" τοῦ ἄνδρα νά δώσει διαζύγιο στή γυναῖκα του γιά ὁποιοδήποτε λόγο ἐπετράπη στήν Παλαιά Διαθήκη ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἀντίστοιχες ἐκδηλώσεις σκληροκαρδίας ἀπαντοῦν καί στήν ἱστορική πορεία τοῦ χριστιανισμοῦ. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δέν ἀποτελεῖ ἔκφραση ἀλλά παραβίαση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ σχέσεις ἄνδρα καί γυναίκας πρέπει νά εἶναι σχέσεις ἰσοτιμίας καί ἀγάπης.